φωτολιθογραφία — η, Ν τεχνολ. περιληπτική ονομασία τών μεθόδων και διεργασιών παραγωγής αντιτύπων με φωτογράφηση ή ομοιοτυπία πάνω σε φωτοπαθείς επιφάνειες, λιθογραφικά ή μεταλλογραφικά στερεότυπα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. photolithography < photo… … Dictionary of Greek
φωτολιθογραφικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωτολιθογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτολιθογραφία. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek
-γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… … Dictionary of Greek
λιθογραφία — Τεχνική αναπαραγωγής σχεδίων ή κειμένων σε φύλλα χαρτιού. Το σχέδιο εκτελείται με ειδική μελάνη ή λιπαρό μολύβι (λιθογραφικό μολύβι) στην επιφάνεια μίας παχιάς λειασμένης πλάκας από σκληρό και ομοιογενή ασβεστόλιθο. Οι βασικές μέθοδοι λ. είναι… … Dictionary of Greek
φωτοχρωμολιθογραφία — η φωτομηχανική μέθοδος για τη λήψη έγχρωμων εικόνων με τη φωτολιθογραφία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)